- ἐπεισάγουσα
- ἐπεισάγωbring in besidespres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπεισαγούσας — ἐπεισαγούσᾱς , ἐπεισάγω bring in besides pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) ἐπεισαγούσᾱς , ἐπεισάγω bring in besides pres part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράνομος — η, ο / παράνομος, ον, ΝΜΑ 1. (για ενέργειες, καταστάσεις και πράγματα) αυτός που γίνεται, συμβαίνει ή υπάρχει κατά παράβαση τών νόμων, που δεν είναι σύμφωνος με τους νόμους και τους κανόνες δικαίου και βρίσκεται σε αντίθεση με τα καθιερωμένα ήθη… … Dictionary of Greek